βομβίδα

βομβίδα
η
μικρή βόμβα που ρίχνεται με το χέρι (χειροβομβίδα) ή με όπλο (οπλοβομβίδα).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… …   Dictionary of Greek

  • χειροβομβίδα — η, Ν στρ. βομβίδα εκρηκτικής ή χημικής γομώσεως, τής οποίας η ρίψη μπορεί να γίνει σε μικρή απόσταση με το χέρι ή με τυφέκιο (α. «επιθετική χειροβομβίδα» β. «αμυντική χειροβομβίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βόμβα + κατάλ. ίδα (πρβλ. φωτοβολ… …   Dictionary of Greek

  • χειροβομβίδα — η βομβίδα που πετιέται με τα χέρια: Ανατίναξαν το σπίτι με χειροβομβίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”